θεωρόδοκος

θεωρόδοκος
θεωρόδοκ-ος, [dialect] Dor. and Arc. [full] θεᾱροδόκος, Thess. [pref] θεουρο- Inscr.Magn.26, Corc. [pref] θιᾱρο- ib.44: :—
A one who receives the θεωροί, IG 4.727 (Hermione, iv B.C.), 5(2).389 ([place name] Lusi), SIG608.7 (Delph., ii B.C.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεωροδόκος — και θεαροδόκος και θεουροδόκος, ον (Α) 1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα 2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • θεαροδόκος — θεαροδόκος, ον (Α) δωρ. τ. τού θεωροδόκος* …   Dictionary of Greek

  • θεωροδοκία — και θεαροδοκία, ἡ (Α) [θεωροδόκος] το υπούργημα τού θεωροδόκου …   Dictionary of Greek

  • θεωροδοκώ — θεωροδοκῶ, έω (Α) [θεωροδόκος] έχω το αξίωμα τού θεωροδόκου …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”